Ορισμός

Η λοίμωξη από Clostridium difficile (C. difficile) είναι μια βακτηριακή λοίμωξη που προκαλεί διάρροια και φλεγμονή του παχέος εντέρου (κολίτιδα). Συνδέεται κυρίως με τη χρήση αντιβιοτικών και είναι συχνή αιτία ενδονοσοκομειακών λοιμώξεων.

Παθογένεση

Το C. difficile παράγει τοξίνες που καταστρέφουν το εντερικό τοίχωμα, οδηγώντας σε φλεγμονή. Η χρήση αντιβιοτικών διαταράσσει τη φυσιολογική εντερική χλωρίδα, επιτρέποντας την υπερανάπτυξη του βακτηρίου. Παράγοντες κινδύνου περιλαμβάνουν την προηγούμενη αντιβιοτική θεραπεία, νοσηλεία, ανοσοκαταστολή και την προχωρημένη ηλικία.

Διάγνωση

Η διάγνωση γίνεται με εργαστηριακή ανίχνευση τοξινών του C. difficile στα κόπρανα ή με μοριακές μεθόδους (PCR). Η ενδοσκόπηση ή η αξονική τομογραφία μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε σοβαρές περιπτώσεις για την επιβεβαίωση της ψευδομεμβρανώδους κολοκίτιδας και του τοξικού μεγακόλου.

Θεραπεία

  • Ήπια έως μέτρια λοίμωξη: Διακοπή του υπεύθυνου αντιβιοτικού και χορήγηση ειδικής αντιβιοτικής θεραπείας (π.χ. μετρονιδαζόλη ή βανκομυκίνη από το στόμα).
  • Σοβαρή λοίμωξη: Θεραπεία με βανκομυκίνη ή φινταξομικίνη από το στόμα και υποστηρικτική φροντίδα (ενυδάτωση, διατροφή).
  • Υποτροπές: Προβιοτικά ή μεταμόσχευση μικροβιώματος κοπράνων (FMT) για την αποκατάσταση της φυσιολογικής χλωρίδας του εντέρου.

Η έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία είναι ζωτικής σημασίας για την αποφυγή επιπλοκών, όπως το τοξικό μεγάκολο και η διάτρηση του εντέρου. Μέτρα πρόληψης, όπως η ορθολογική χρήση αντιβιοτικών και η αυστηρή τήρηση κανόνων υγιεινής, είναι κρίσιμα για τη μείωση της διασποράς της λοίμωξης.