Η εντεροσκόπηση είναι μια διαγνωστική εξέταση που χρησιμοποιείται για την αξιολόγηση του λεπτού εντέρου, μέρους του πεπτικού συστήματος που δεν είναι εύκολα προσβάσιμο με τις πιο συνηθισμένες ενδοσκοπικές εξετάσεις, όπως η γαστροσκόπηση και η κολονοσκόπηση. Η εντεροσκόπηση είναι σημαντική για τη διάγνωση και, σε κάποιες περιπτώσεις, τη θεραπεία παθήσεων που εντοπίζονται στο λεπτό έντερο.
Η εξέταση διενεργείται με τη χρήση ενός ειδικού οργάνου, του εντεροσκοπίου, ενός λεπτού, εύκαμπτου σωλήνα εφοδιασμένου με μια μικρή κάμερα στο άκρο του. Ο ασθενής συνήθως λαμβάνει συγκεκριμένα φάρμακα που προκαλούν μέθη έτσι ώστε να διασφαλιστεί η επιτυχία της εξέτασης. Το εντεροσκόπιο εισάγεται μέσω του στόματος ή του πρωκτού, ανάλογα με το τμήμα του λεπτού εντέρου που πρέπει να εξεταστεί, και προωθείται σταδιακά μέσα στο πεπτικό σύστημα.
Κατά τη διάρκεια της εξέτασης, ο γιατρός μπορεί να πάρει δείγματα ιστού (βιοψίες) για περαιτέρω ανάλυση ή να αφαιρέσει μικρές ανωμαλίες, όπως πολύποδες. Αυτό μπορεί να βοηθήσει στη διάγνωση παθήσεων όπως η νόσος του Crohn, η κοιλιοκάκη, οι λοιμώξεις, οι αιμορραγίες και οι όγκοι του λεπτού εντέρου.
Η διαγνωστική αξία της εντεροσκόπησης είναι υψηλή, καθώς προσφέρει άμεση εικόνα της εσωτερικής δομής του λεπτού εντέρου και επιτρέπει τη λήψη δειγμάτων για ιστολογική εξέταση. Αυτό βοηθά στην ακριβή διάγνωση διαφόρων παθήσεων και στην παρακολούθηση της προόδου τους. Ωστόσο, όπως και με κάθε ενδοσκοπική εξέταση, υπάρχουν κάποιοι κίνδυνοι, όπως λοιμώξεις, αιμορραγίες, ή περιστατικά με την αναισθησία, αν και είναι σπάνια.
<