Η Ενδοσκοπική Υποβλεννογόνια Εκτομή (Endoscopic Submucosal Dissection, ESD) είναι μια προηγμένη ενδοσκοπική τεχνική που χρησιμοποιείται για την αφαίρεση μεγάλων πολύποδων, καλοήθων όγκων ή πρώιμων μορφών καρκίνου από το πεπτικό σύστημα, κυρίως τον οισοφάγο, το στομάχι και το παχύ έντερο. Η ESD είναι πιο σύνθετη και λεπτομερής σε σύγκριση με την ενδοσκοπική βλεννογόνια εκτομή (EMR), καθώς επιτρέπει την ολοκληρωμένη και ενιαία αφαίρεση μεγαλύτερων και πιο περίπλοκων ανωμαλιών.

Η διαδικασία της ESD αρχίζει με την εισαγωγή ενός ενδοσκοπίου μέσω του στόματος ή του πρωκτού. Ένας ειδικός χρωστικός παράγοντας ενδέχεται να χρησιμοποιηθεί για να κάνει τον βλεννογόνο πιο ορατό. Στη συνέχεια, γίνεται ένεση υγρού κάτω από την περιοχή που πρόκειται να αφαιρεθεί, δημιουργώντας ένα “μαξιλάρι” που απομονώνει τον όγκο ή τον πολύποδα από τα βαθύτερα στρώματα του τοιχώματος. Ακολουθεί η προσεκτική και ακριβής αφαίρεση της περιοχής με τη χρήση ειδικών εργαλείων, όπως ηλεκτρικών βρόχων ή άλλων ειδικών μαχαιριδίων.

Η ESD θεωρείται μια απαιτητική τεχνική που απαιτεί υψηλό επίπεδο εμπειρίας και δεξιοτεχνίας. Η μέθοδος αυτή επιτρέπει την αφαίρεση ολόκληρης της ανώμαλης περιοχής σε ένα μόνο κομμάτι, πράγμα που βελτιώνει τις διαγνωστικές δυνατότητες και την ακρίβεια του σταδιοποίησης του καρκίνου.

Η διαγνωστική και θεραπευτική αξία της ESD είναι σημαντική, καθώς παρέχει τη δυνατότητα αφαίρεσης μεγάλων και περίπλοκων ανωμαλιών με μεγάλη ακρίβεια και μικρότερο κίνδυνο για τον ασθενή σε σύγκριση με την παραδοσιακή χειρουργική. Επίσης, μειώνει την πιθανότητα επανεμφάνισης του προβλήματος και βοηθά στην πρόληψη της εξέλιξης προκαρκινικών καταστάσεων σε καρκίνο.

Ωστόσο, λόγω της πολυπλοκότητας της διαδικασίας, η ESD συνοδεύεται από μεγαλύτερο κίνδυνο επιπλοκών, όπως αιμορραγία ή διάτρηση, σε σύγκριση με την EMR. Επομένως, η επιλογή της ESD πρέπει να γίνεται μετά από προσεκτική αξιολόγηση του κάθε ασθενούς.